συνειδητά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνειδητά < συνειδητ(ός) +

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.ni.ðiˈta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νει‐δη‐τά

Επίρρημα[επεξεργασία]

συνειδητά

  • έχοντας πλήρη επίγνωση μιας πράξης και των συνεπειών της

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

συνειδητά