συνεπένδυση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνεπένδυση | οι | συνεπενδύσεις |
γενική | της | συνεπένδυσης* | των | συνεπενδύσεων |
αιτιατική | τη | συνεπένδυση | τις | συνεπενδύσεις |
κλητική | συνεπένδυση | συνεπενδύσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, συνεπενδύσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνεπένδυση < συν- + επένδυση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική co-investment)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνεπένδυση θηλυκό
- (νεολογισμός) η επένδυση που γίνεται από κοινού με κάποιον άλλον
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνεπένδυση