συνεχής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνεχής η συνεχής το συνεχές
      γενική του συνεχούς* της συνεχούς του συνεχούς
    αιτιατική τον συνεχή τη συνεχή το συνεχές
     κλητική συνεχή(ς) συνεχής συνεχές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνεχείς οι συνεχείς τα συνεχή
      γενική των συνεχών των συνεχών των συνεχών
    αιτιατική τους συνεχείς τις συνεχείς τα συνεχή
     κλητική συνεχείς συνεχείς συνεχή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεχής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συνεχής < συνέχω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.neˈçis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νε‐χής
ομόηχο: συνεχείς

Επίθετο[επεξεργασία]

συνεχής

  1. αυτός που δεν έχει διακοπές, αυτός που συμβαίνει αδιαλείπτως.
  2. ο συνεχόμενος
  3. ο συνδεόμενος
  4. αυτός που επικοινωνεί με άλλους χώρους ή καταστάσεις (συνεχή δωμάτια)
  5. που μπορεί να πάρει οποιαδήποτε τιμή μέσα σε ένα ευρύ πεδίο συνεχών τιμών

Αντώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / συνεχής τὸ συνεχές
      γενική τοῦ/τῆς συνεχοῦς τοῦ συνεχοῦς
      δοτική τῷ/τῇ συνεχεῖ τῷ συνεχεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν συνεχ τὸ συνεχές
     κλητική ! συνεχές συνεχές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ συνεχεῖς τὰ συνεχ
      γενική τῶν συνεχῶν τῶν συνεχῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς συνεχέσ(ν) τοῖς συνεχέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς συνεχεῖς τὰ συνεχ
     κλητική ! συνεχεῖς συνεχ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συνεχεῖ τὼ συνεχεῖ
      γεν-δοτ τοῖν συνεχοῖν τοῖν συνεχοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνεχής < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

συνεχής, -ής, -ές

Πηγές[επεξεργασία]