συνοδία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | συνοδία | οι | συνοδίες |
γενική | της | συνοδίας | των | συνοδιών |
αιτιατική | τη | συνοδία | τις | συνοδίες |
κλητική | συνοδία | συνοδίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνοδία < ελληνιστική κοινή συνοδία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνοδία[1] θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνοδία
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | συνοδίᾱ | αἱ | συνοδίαι |
γενική | τῆς | συνοδίᾱς | τῶν | συνοδιῶν |
δοτική | τῇ | συνοδίᾳ | ταῖς | συνοδίαις |
αιτιατική | τὴν | συνοδίᾱν | τὰς | συνοδίᾱς |
κλητική ὦ! | συνοδίᾱ | συνοδίαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | συνοδίᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | συνοδίαιν | ||
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | ||||
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνοδία < αρχαία ελληνική σύνοδος + -ία < σύν + ὁδός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνοδία θηλυκό
- (ελληνιστική κοινή) συνοδοιπορία
- (ελληνιστική κοινή) συντροφιά, συναναστροφή
- (ελληνιστική κοινή) ομαδικό ταξίδι, καραβάνι
- (ελληνιστική κοινή) οικογένεια
Πηγές[επεξεργασία]
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'χώρα' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -ία (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)