συνοδευτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
συνοδευτικός < συνοδεύ(ω) + -τικός
Επίθετο[επεξεργασία]
συνοδευτικός, -ή, -ό
- που συνοδεύει κάτι
- (για άψυχα) συχνά το συνημμένο, που επεξηγεί κάτι άλλο, προσθέτει σημαντικές πληροφορίες ή ουσιώδεις λεπτομέρειες και πρέπει να συμπαρουσιαστεί ή να αποσταλεί μαζί με το κυρίως έγγραφο/έκθεση
- συνοδευτικό έγγραφο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνοδευτικός