συνοδικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνοδικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συνοδικός. Μορφολογικά αναλύεται σε (σύνοδ(ος) + -ικός)
Επίθετο[επεξεργασία]
συνοδικός, -ή, -ό
- (εκκλησιαστικός όρος) που σχετίζεται με κάποια εκκλησιαστική σύνοδο
- (αστρονομία) που σχετίζεται με κάποια σύνοδο πλανητών
- (εκκλησιαστικός όρος) (το ουδέτερο ως ουσιαστικό) α. το κτήριο της Ιεράς Συνόδου, β. επίσημο αρχείο των συνοδικών αποφάσεων κατά των αιρέσεων και διατύπωσης των ορθόδοξων δογμάτων
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συνοδικός αρσενικό
- (εκκλησιαστικός όρος) μέλος της Ιεράς Συνόδου
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνοδικός
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- συνοδικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- συνοδικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ικός (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Εκκλησιαστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)