συνονόματος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συνονόματος η συνονόματη το συνονόματο
      γενική του συνονόματου της συνονόματης του συνονόματου
    αιτιατική τον συνονόματο τη συνονόματη το συνονόματο
     κλητική συνονόματε συνονόματη συνονόματο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συνονόματοι οι συνονόματες τα συνονόματα
      γενική των συνονόματων των συνονόματων των συνονόματων
    αιτιατική τους συνονόματους τις συνονόματες τα συνονόματα
     κλητική συνονόματοι συνονόματες συνονόματα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνονόματος < συν- + όνομα, ονοματ- + -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.noˈno.ma.tos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐νο‐νό‐μα‐τος
παλιότερος συλλαβισμός: συν‐ο‐νό‐μα‐τος

Επίθετο[επεξεργασία]

συνονόματος, -η, -ο

  • που έχει το ίδιο όνομα ή επώνυμο με το άτομο στο οποίο αναφέρεται
    ※  Ὁ πονηρὸς εἶναι σύντροφος συνονόματος τοῦ διαβόλου. (Φώτης Κόντογλου, Γίγαντες ταπεινοί, 2000)

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συνονόματος αρσενικό (θηλυκό συνονόματη)

Μεταφράσεις[επεξεργασία]