συντελώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: συντελῶ

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συντελώ < αρχαία ελληνική συντελέω / συντελῶ < σύν + τελέω / τελῶ < τέλος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷel- (κινώ, στρίβω)

Ρήμα[επεξεργασία]

συντελώ (παθητική φωνή: συντελούμαι)

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]