συνωμοτικά

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συνωμοτικά < συνωμοτικός

Επίρρημα[επεξεργασία]

συνωμοτικά

του έκλεισε συνωμοτικά το μάτι
πολύ συνωμοτικά φέρεται, κάτι θα ετοιμάζει

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

συνωμοτικά