συνωμοτικά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συνωμοτικά < συνωμοτικός
Επίρρημα[επεξεργασία]
συνωμοτικά
- με συνωμοτικό τρόπο
- του έκλεισε συνωμοτικά το μάτι
- πολύ συνωμοτικά φέρεται, κάτι θα ετοιμάζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συνωμοτικά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
συνωμοτικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συνωμοτικό