συρματόβουρτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
συρματόβουρτσα θηλυκό
- οποιαδήποτε βούρτσα που φέρει μεταλλικές "τρίχες" συνήθως από ανοξείδωτο χάλυβα ή ορειχάλκινες για αποφυγή σπινθήρων.
- οι συρματόβουρτσες διακρίνονται σε χειρός με λαβή ή σε εξαρτήματα πολύστροφων μηχανών, σε διάφορους τύπους, (τροχοί, κωνικοί, στρογγυλοί κ.λπ.) και χρησιμοποιούνται σε καθαρισμούς, λειάνσεις και αφαίρεση σκουριάς.
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συρματόβουρτσα
|