συρραφή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συρραφή οι συρραφές
      γενική της συρραφής των συρραφών
    αιτιατική τη συρραφή τις συρραφές
     κλητική συρραφή συρραφές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρραφή < < αρχαία ελληνική συρραφή

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συρραφή θηλυκό

  1. ένωση δύο ή περισσότερων πραγμάτων με ραφή
  2. (μεταφορικά) η συνένωση διαφόρων κειμένων για τη δημιουργία ενός ενιαίου

Μεταφράσεις[επεξεργασία]