συρροή

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συρροή οι συρροές
      γενική της συρροής των συρροών
    αιτιατική τη συρροή τις συρροές
     κλητική συρροή συρροές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συρροή < (ελληνιστική κοινήσυρροή < αρχαία ελληνική συρρέω < σύν + ῥέω

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συρροή θηλυκό

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

  1. στη σειρά, εξακολουθητικά
  2. (νομικός όρος) τέλεση πολλών αξιόποινων πράξεων από το ίδιο πρόσωπο, πριν από την τελεσίδικη καταδίκη του για κάποια από αυτές

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]