συσκοτίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συσκοτίζω < μεσαιωνική ελληνική συσκοτίζω < αρχαία ελληνική συσκοτάζω < σκότος (3. (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική obscurcir)

Ρήμα[επεξεργασία]

συσκοτίζω (παθητική φωνή: συσκοτίζομαι)

  1. κάνω πιο σκοτεινό ένα χώρο μειώνοντας το (φυσικό ή τεχνητό) φως
  2. προκαλώ μπλακάουτ
  3. (μεταφορικά) προκαλώ σύγχυση, ώστε να μπερδέψω ή να παραπλανήσω

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]