συσσωρευτής

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο συσσωρευτής οι συσσωρευτές
      γενική του συσσωρευτή των συσσωρευτών
    αιτιατική τον συσσωρευτή τους συσσωρευτές
     κλητική συσσωρευτή συσσωρευτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συσσωρευτής < συσσωρεύω + -τής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συσσωρευτής αρσενικό

  1. (μηχανολογία): οποιαδήποτε συσκευή που αποταμιεύει ενέργεια, όπως π.χ. ηλεκτρική, χημική, θερμική ενέργεια, προκειμένου να την αποδώσει αργότερα. λαμβάνοντας ανάλογα επιπρόσθετο χαρακτηρισμό ή σύνθετη ονομασία
  2. (ηλεκτροτεχνία) συνηθισμένη ονομασία για τον ηλεκτροσυσσωρευτή, κοινώς μπαταρία.
  3. (πληροφορική) ονομασία καταχωρητή που βρίσκεται στην κεντρική μονάδα επεξεργασίας των περισσότερων επεξεργαστών και χρησιμοποιείται σαν κύριο αποθηκευτικό μέσο για προσωρινές μεταφορές στις εντολές μίας πράξης

Σύνθετα[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]