συστατικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συστατικός < αρχαία ελληνική συστατικός < συνίστημι < σύν + ἵστημι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *stísteh₂- < *steh₂- (ἵστημι)
Επίθετο[επεξεργασία]
συστατικός συστατική, συστατικό
- για κάτι που αποτελεί τμήμα ενός ενιαίου συνόλου
- το διάγραμμα δείχνει τα συστατικά στοιχεία ενός υπολογιστή
- που αναφέρει το χαρακτήρα ή τις επαγγελματικές ή άλλες ικανότητες ενός υποψηφίου για μια θέση (εργασίας, σε πρόγραμμα μεταπτυχιακών σπουδών, κλπ)
- το πανεπιστήμιο απαιτεί τρεις συστατικές επιστολές μαζί με την αίτησή σας
- (ουσιαστικοποιημένο) συστατικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συστατικός