συχνά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
συχνά < συχνός
Επίρρημα[επεξεργασία]
συχνά
- (χρονικό) με μεγάλη συχνότητα· πολλές φορές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συχνά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
συχνά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του συχνό