συχνοβλέπω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
συχνοβλέπω
- (επισκέπτομαι κάποιον και τον) βλέπω συχνά
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
συχνοβλέπω
|