συχωροχάρτι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το συχωροχάρτι τα συχωροχάρτια
      γενική του συχωροχαρτιού των συχωροχαρτιών
    αιτιατική το συχωροχάρτι τα συχωροχάρτια
     κλητική συχωροχάρτι συχωροχάρτια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

συχωροχάρτι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική συγχωροχάρτιον με αποβολή του [ŋ]< συγχωρ(ῶ) + -ο- + χαρτί(ον)[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /si.xo.ɾoˈxaɾ.ti/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συ‐χω‐ρο‐χάρ‐τι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

συχωροχάρτι ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]