σφαιρικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σφαιρικός η σφαιρική το σφαιρικό
      γενική του σφαιρικού της σφαιρικής του σφαιρικού
    αιτιατική τον σφαιρικό τη σφαιρική το σφαιρικό
     κλητική σφαιρικέ σφαιρική σφαιρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σφαιρικοί οι σφαιρικές τα σφαιρικά
      γενική των σφαιρικών των σφαιρικών των σφαιρικών
    αιτιατική τους σφαιρικούς τις σφαιρικές τα σφαιρικά
     κλητική σφαιρικοί σφαιρικές σφαιρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Σφαιρικό γλυπτό εξωτερικού χώρου.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφαιρικός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σφαιρικός < σφαῖρ(α) + -ικός

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /sfe.ɾiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σφαι‐ρι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

σφαιρικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με σφαίρα ή που έχει παρόμοιο σχήμα
    σφαιρική γεωμετρία
    σφαιρικός φακός
  2. από όλες τις πλευρές ή όλες τις απόψεις, ολικός
    σφαιρική αντίληψη του ζητήματος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική σφαιρικός σφαιρική τὸ σφαιρικόν
      γενική τοῦ σφαιρικοῦ τῆς σφαιρικῆς τοῦ σφαιρικοῦ
      δοτική τῷ σφαιρικ τῇ σφαιρικ τῷ σφαιρικ
    αιτιατική τὸν σφαιρικόν τὴν σφαιρικήν τὸ σφαιρικόν
     κλητική ! σφαιρικέ σφαιρική σφαιρικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ σφαιρικοί αἱ σφαιρικαί τὰ σφαιρικᾰ́
      γενική τῶν σφαιρικῶν τῶν σφαιρικῶν τῶν σφαιρικῶν
      δοτική τοῖς σφαιρικοῖς ταῖς σφαιρικαῖς τοῖς σφαιρικοῖς
    αιτιατική τοὺς σφαιρικούς τὰς σφαιρικᾱ́ς τὰ σφαιρικᾰ́
     κλητική ! σφαιρικοί σφαιρικαί σφαιρικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ σφαιρικώ τὼ σφαιρικᾱ́ τὼ σφαιρικώ
      γεν-δοτ τοῖν σφαιρικοῖν τοῖν σφαιρικαῖν τοῖν σφαιρικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφαιρικός < αρχαία ελληνική σφαῖρ(α) + -ικός

Επίθετο[επεξεργασία]

σφαιρικός, -ή, -όν (ελληνιστική κοινή)

  1. στρογγυλός, που έχει σχήμα σφαίρας
  2. που έχει σχέση με τη σφαίρα
  3. που έχει σχέση με τα ουράνια σώματα

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]