σφαιριστήριο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | σφαιριστήριο | τα | σφαιριστήρια |
γενική | του | σφαιριστήριου & σφαιριστηρίου |
των | σφαιριστήριων & σφαιριστηρίων |
αιτιατική | το | σφαιριστήριο | τα | σφαιριστήρια |
κλητική | σφαιριστήριο | σφαιριστήρια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφαιριστήριο < ελληνιστική κοινή σφαιριστήριον < αρχαία ελληνική σφαιρίζω < σφαῖρα
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφαιριστήριο ουδέτερο
- αίθουσα, κατάστημα ή άλλος ειδικός χώρος στον οποίον παίζεται το μπιλιάρδο
- το τραπέζι του μπιλιάρδου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφαιριστήριο
|