σφετερισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφετερισμός < σφετερίζομαι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφετερισμός αρσενικό
- η επιδίωξη απόκτησης ή / και οικειοποίησης ξένων πραγμάτων με αθέμιτο τρόπο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφετερισμός