σφιχτά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίρρημα[επεξεργασία]
σφιχτά
- σφίγγοντας
- ※ Με άρπαξε σφιχτά από το χέρι, σα να φοβόταν μην του φύγω. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο φτωχούλης του Θεού, 1954 [μυθιστόρημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφιχτά
|
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
σφιχτά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του σφιχτό, ουδέτερο του σφιχτός