σφραγιδόλιθος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σφραγιδόλιθος | οι | σφραγιδόλιθοι |
γενική | του | σφραγιδόλιθου & σφραγιδολίθου |
των | σφραγιδόλιθων & σφραγιδολίθων |
αιτιατική | τον | σφραγιδόλιθο | τους | σφραγιδόλιθους & σφραγιδολίθους |
κλητική | σφραγιδόλιθε | σφραγιδόλιθοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφραγιδόλιθος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σφραγιδόλιθος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σφραγιδόλιθος
|