σφυγμικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σφυγμικός < ελληνιστική κοινή σφυγμικός < αρχαία ελληνική σφυγμός
Επίθετο[επεξεργασία]
σφυγμικός
- (ιατρική) που έχει σχέση με σφυγμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν
- ※ Η ταχύτητα μετάδοσης του σφυγμικού κύματος σχετιζόταν με την μέση αρτηριακή πίεση σε όλες τις ομάδες. (*)
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)