σχεδιάγραμμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχεδιάγραμμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σχεδιάγραμμα ουδέτερο
- γραφική παράσταση, υπό κλίμακα, ενός ανοιχτού ή κλειστού χώρου
- ↪ το σχεδιάγραμμα ένος σπιτιού
- καταγραφή των κύριων σημείων ενός κειμένου πριν από την τελική του επεξεργασία
- ↪ το σχεδιάγραμμα της έκθεσης