σχεδιογραφώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σχεδιογραφώ < σχέδιο + γράφω. Η λέξη μαρτυρείται από το 1858 στον Λύσανδρο Καυταντζόγλου.
Ρήμα[επεξεργασία]
σχεδιογραφώ
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- Émile Legrand, Nouveau dictionnaire grec moderne-français, contenant les termes de la langue parlée et de la langue écrite (Παρίσι: Librairie Garnier frères, [1882]), σ. 827.