σωματοφύλακας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σωματοφύλακας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σωματοφύλαξ.[1] Συγχρονικά αναλύεται σε σώμα (γενική: σώματος) + -ο- + -φύλακας
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /so.ma.toˈfi.la.kas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐μα‐το‐φύ‐λα‐κας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σωματοφύλακας αρσενικό
- (επάγγελμα) μέλος ένοπλης ομάδας η οποία είναι επιφορτισμένη με την προστασία ενός υψηλού ή διάσημου ατόμου
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σωματοφύλακας
|
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ σωματοφύλακας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φύλακας (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)