σωρείτης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σωρείτης οι σωρείτες
      γενική του σωρείτη των σωρειτών
    αιτιατική τον σωρείτη τους σωρείτες
     κλητική σωρείτη σωρείτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωρείτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σωρείτης
(μετεωρολογικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) νεολατινική cumulus[1]
Νέφος σωρείτης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /soˈɾi.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σω‐ρεί‐της

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σωρείτης αρσενικό

  • (λόγιο) σόφισμα, λογοπαίγνιο της Μεγαρικής ή Εριστικής Σχολής:
    «Μετά από ποιό αριθμό κόκκων άμμου, μπορούμε να μιλάμε για σωρό;»
  • (μετεωρολογία) είδος μεγάλου πυκνού, λευκού κυρίως, νέφους

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σωρείτης οἱ σωρεῖται
      γενική τοῦ σωρείτου τῶν σωρειτῶν
      δοτική τῷ σωρείτ τοῖς σωρείταις
    αιτιατική τὸν σωρείτην τοὺς σωρείτᾱς
     κλητική ! σωρεῖτ σωρεῖται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σωρείτ
γεν-δοτ τοῖν  σωρείταιν
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα

Πηγές[επεξεργασία]