σωτήριος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σωτήριος

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωτήριος η σωτήρια το σωτήριο
      γενική του σωτήριου της σωτήριας του σωτήριου
    αιτιατική τον σωτήριο τη σωτήρια το σωτήριο
     κλητική σωτήριε σωτήρια σωτήριο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωτήριοι οι σωτήριες τα σωτήρια
      γενική των σωτήριων των σωτήριων των σωτήριων
    αιτιατική τους σωτήριους τις σωτήριες τα σωτήρια
     κλητική σωτήριοι σωτήριες σωτήρια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σωτήριος < αρχαία ελληνική σωτήριος < σωτήρ

Επίθετο[επεξεργασία]

σωτήριος, -α, -ο

  1. που έσωσε
    σωτήρια επέμβαση
  2. που έφερε τη σωτηρία
    σωτήρια ημέρα

Σύνθετα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]