σύγκαιρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύγκαιρος η σύγκαιρη το σύγκαιρο
      γενική του σύγκαιρου της σύγκαιρης του σύγκαιρου
    αιτιατική τον σύγκαιρο τη σύγκαιρη το σύγκαιρο
     κλητική σύγκαιρε σύγκαιρη σύγκαιρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύγκαιροι οι σύγκαιρες τα σύγκαιρα
      γενική των σύγκαιρων των σύγκαιρων των σύγκαιρων
    αιτιατική τους σύγκαιρους τις σύγκαιρες τα σύγκαιρα
     κλητική σύγκαιροι σύγκαιρες σύγκαιρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύγκαιρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύγκαιρος. Μορφολογικά αναλύεται σε σύγ- + καιρ(ός) + κατάληξη επιθέτων -ος

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɟe.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύγ‐και‐ρος

Επίθετο[επεξεργασία]

σύγκαιρος, -η, -ο

Παράγωγα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / σύγκαιρος τὸ σύγκαιρον
      γενική τοῦ/τῆς συγκαίρου τοῦ συγκαίρου
      δοτική τῷ/τῇ συγκαίρ τῷ συγκαίρ
    αιτιατική τὸν/τὴν σύγκαιρον τὸ σύγκαιρον
     κλητική ! σύγκαιρε σύγκαιρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ σύγκαιροι τὰ σύγκαιρ
      γενική τῶν συγκαίρων τῶν συγκαίρων
      δοτική τοῖς/ταῖς συγκαίροις τοῖς συγκαίροις
    αιτιατική τοὺς/τὰς συγκαίρους τὰ σύγκαιρ
     κλητική ! σύγκαιροι σύγκαιρ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ συγκαίρω τὼ συγκαίρω
      γεν-δοτ τοῖν συγκαίροιν τοῖν συγκαίροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύγκαιρος (όψιμη ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική σύγ- + καιρ(ός) (κατάλληλος καιρός) + κατάληξη επιθέτων -ος

Επίθετο[επεξεργασία]

σύγκαιρος, -ος, -ον

  1. που είναι της εποχής (όπως λουλούδια)
  2. που γίνεται σε κατάλληλη ώρα

Πηγές[επεξεργασία]