σύνθημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- σύνθημα < αρχαία ελληνική
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
σύνθημα ουδέτερο
- φράση με πολιτικό περιεχόμενο που τη φωνάζουν ρυθμικά οι συγκεντρωμένοι σε μια πολιτική συγκέντρωση
- φράση με πολιτικό περιεχόμενο γραμμένη σε τοίχο
- εμβληματική φράση
- (στρατιωτικός όρος) η μία από τις δύο μυστικές λέξεις που χρησιμοποιούνται για αναγνώριση
Σύνθετα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
σύνθημα
|
στρατιωτικός όρος
|