σύνολον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]

σύνολον

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού ή θηλυκού γένους του σύνολος
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του σύνολος
    επιρρηματική έκφραση: τὸ σύνολον, συνώνυμο του συνόλως: (συνολικά, γενικά)
    ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σύνολο

Πηγές[επεξεργασία]