σύφιλη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σύφιλη οι σύφιλες
      γενική της σύφιλης
    αιτιατική τη σύφιλη τις σύφιλες
     κλητική σύφιλη σύφιλες
Κατηγορία όπως «ρίγανη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σύφιλη < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα συφιλίς, γενική: συφιλίδος ήδη το 1876, ή σύφιλις (γενική συφίλιδος) από το 1891 [1] < νεολατινική syphilis, από τον τίτλο του επικού ποιήματος (1530) Siphilis sive de morbo gallico (Σύφιλη ή περί της γαλλικής αρρώστιας) του ιταλού γιατρού και ποιητή Τζιρόλαμο Φρακαστόρο (Girolamo Francastoro) με πρωταγωνιστή τον Syphilus < λατινικά Sipylus (Σίπυλος), μυθικός ήρωας, γιος της Νιόβης στις Μεταμορφώσεις του Βοκκάκιου.[2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈsi.fi.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σύ‐φι‐λη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σύφιλη θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. σελ. 969, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]