τ'

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος άρθρου[επεξεργασία]

τ' ουδέτερο

  1. το (ουδέτερο οριστικό άρθρο στην ονομαστική ή αιτιατική ενικού μετά από έκθλιψη
    τ' άλογο έφυγε
  2. τα (ουδέτερο οριστικό άρθρο στην ονομαστική ή αιτιατική πληθυντικού)
    τ' άλογα έφυγαν

Αντωνυμία[επεξεργασία]

τ' αρσενικό ή ουδέτερο

  1. το (αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας ουδετέρου γένους στην αιτιατική ενικού)
    τ' ακούσατε το νέο;
  2. τα (αδύνατος τύπος της προσωπικής αντωνυμίας ουδετέρου γένους στην αιτιατική πληθυντικού)
    τ' ακούσατε τα νέα;
  3. του (αδύνατος τύπος της κτητικής αντωνυμίας γ προσώπου)
    ※  Ἔ! παπά μ', ὁ καθένας τώρα ἔχει τό λογαριασμό τ'. (Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, Στο Χριστό στο Κάστρο)