τάπητας

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τάπητας οι τάπητες
      γενική του τάπητα των ταπήτων
    αιτιατική τον τάπητα τους τάπητες
     κλητική τάπητα τάπητες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τάπητας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάπης από την αιτιατική ενικού «τὸν τάπητα», σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική tapis, για το οποίο, δείτε ταπί και το αντιδάνειο ταπετσάρω.[1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈta.pi.tas/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τά‐πη‐τας

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τάπητας αρσενικό

  • μάλλινο χαλί για το στρώσιμο του δαπέδου ή των τοιχών

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]