τάσσω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τάσσω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τάσσω

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ˈta.so/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τάσ‐σω
ομόηχο: Τάσο

Ρήμα[επεξεργασία]

τάσσω

  1. ορίζω, καθορίζω
  2. υπόσχομαι, κάνω τάμα (συνήθως στον ενεστώτα εκφέρεται τάζω με αυτή την έννοια)
  3. → δείτε και την παθητική φωνή: τάσσομαι

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

διαφορετικού ετύμου

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  τάσσω   τάσσομαι 
Παρατατικός  ἔτασσον   ἐτασσόμην 
Μέλλοντας  τάξω   τάξομαι, ταχθήσομαι & ελληνιστική ταγήσομαι 
Αόριστος  ἔταξα   ἐταξάμην, ἐτάχθην & ελληνιστική ἐτάγην 
Παρακείμενος  τέταχα   τέταγμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐτετάχειν   ἐτετάγμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τάσσω < πρωτοελληνική *taťťō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *teh₂g-

Ρήμα[επεξεργασία]

τάσσω

  1. (για στρατό, πλοία) παρατάσσω
    → δείτε παράθεμα στη μετοχή ενεργητικού αορίστου τάξας
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 9.4
    κατὰ τοῦτο οὖν πρὸς αὐτὴν τὴν θάλασσαν χωρήσας ἔταξε τοὺς ὁπλίτας ὡς εἴρξων, ἢν δύνηται,
    Στο σημείο, λοιπόν, εκείνο έταξε τους οπλίτες του όσο μπορούσε πιο κοντά στη θάλασσα, για να εμποδίσει την απόβαση, αν μπορούσε,
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  2. τακτοποιώ, βάζω σε τάξη
  3. διατάζω, προστάζω
    → δείτε παράθεμα στη μετοχή ενεργητικού αορίστου τάξας
  4. διορίζω σε στρατιωτική ή πολιτική θέση
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 3, 4.20
    τούτων Ξενοκλέα μὲν καὶ ἄλλον ἔταξεν ἐπὶ τοὺς ἱππέας, Σκύθην δὲ ἐπὶ τοὺς νεοδαμώδεις ὁπλίτας, Ἡριππίδαν δ᾽ ἐπὶ τοὺς Κυρείους, Μύγδωνα δὲ ἐπὶ τοὺς ἀπὸ τῶν πόλεων στρατιώτας, καὶ προεῖπεν αὐτοῖς ὡς εὐθὺς ἡγήσοιτο τὴν συντομωτάτην ἐπὶ τὰ κράτιστα τῆς χώρας,
    Από τούτους διόρισε τον Ξενοκλή κι έναν άλλο διοικητές του ιππικού, τον Σκύθη διοικητή των νεοδαμώδων οπλιτών, τον Ηριππίδα διοικητή των αλλοτινών μισθοφόρων του Κύρου και τον Μύγδωνα διοικητή των τμημάτων των ασιατικών πόλεων, και τους ανήγγειλε ότι σκόπευε να τους οδηγήσει αμέσως, από τον συντομότερο δρόμο, μέσα στην καρδιά της χώρας,
    Μετάφραση (2012, 1η:1966): Ρόδης Ρούφος. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας @greek‑language.gr
  5. (+ αιτιατική + απαρέμφατο)
    1. διορίζω, αναθέτω σε κάποιον να κάνει κάτι
      ※  1ος/2ος↓ αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι, Σόλων, 22.3
      ταῖς τέχναις ἀξίωμα περιέθηκε, καὶ τὴν ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴν ἔταξεν ἐπισκοπεῖν ὅθεν ἕκαστος ἔχει τὰ ἐπιτήδεια, καὶ τοὺς ἀργοὺς κολάζειν.
      περιέβαλε με μεγάλη αξία τα επαγγέλματα και ανέθεσε στη Βουλή του Αρείου Πάγου να εξετάζει από πού έχει τα αναγκαία ο καθένας και να τιμωρεί τους τεμπέληδες.
      Μετάφραση (2012): Γιαγκόπουλος, Α.Ι., Ζ.Ε. Μαλαθούνη. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας. @greek‑language.gr
    2. διατάζω κάποιον να κάνει κάτι
  6. κατατάσσω
  7. (για φόρους ή πληρωμές χρημάτων) επιβάλλω, καθορίζω κάποιο συγκεκριμένο ποσό πληρωμής
    → δείτε παράθεμα στη μετοχή ενεργητικού αορίστου τάξας
  8. (για ποινή, νόμους) ορίζω, επιβάλλω
    ※  4ος↑ αιώνας Δημοσθένης, Κατὰ Μειδίου περὶ τοῦ κονδύλου, 43
    εἰκότως· ὁ μὲν γὰρ παθὼν πανταχοῦ βοηθείας δίκαιος τυγχάνειν, τῷ δράσαντι δ᾽ οὐκ ἴσην τὴν ὀργήν, ἄν θ᾽ ἑκὼν ἄν τ᾽ ἄκων, ἔταξ᾽ ὁ νόμος.
    Εύλογα, γιατί το θύμα σε κάθε περίπτωση έχει το δικαίωμα να βοηθηθεί, ενώ για τον δράστη δεν όρισε ο νόμος να αντιμετωπίζεται με την ίδια οργή, αν η πράξη του είναι εκούσια ή ακούσια.
    Μετάφραση (1989): Γ. Ξανθάκη-Καραμάνου, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
  9. στη μεσοπαθητική φωνή:
    1. αναλαμβάνω να πληρώσω ένα χρηματικό ποσό
      5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 3 (Θάλεια), 13.3
      οἱ δὲ προσεχέες Λίβυες δείσαντες τὰ περὶ τὴν Αἴγυπτον γεγονότα παρέδοσαν σφέας αὐτοὺς ἀμαχητὶ καὶ φόρον τε ἐτάξαντο καὶ δῶρα ἔπεμπον.
      ενώ οι γείτονές τους Λίβυοι, φοβισμένοι από τα όσα έγιναν στην Αίγυπτο, παραδόθηκαν χωρίς μάχη, δέχτηκαν να πληρώνουν φόρο και έστειλαν δώρα.
      Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    2. παρατάσσομαι σε μάχη
      ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 4, 94.1
      Ἀθηναῖοι δὲ οἱ μὲν ὁπλῖται ἐπὶ ὀκτὼ πᾶν τὸ στρατόπεδον ἐτάξαντο ὄντες πλήθει ἰσοπαλεῖς τοῖς ἐναντίοις, ἱππῆς δὲ ἐφ᾽ ἑκατέρῳ τῷ κέρᾳ.
      Οι Αθηναίοι που είχαν αριθμητική ισοπαλία με τον εχθρό στους οπλίτες, τους παράταξαν σε φάλαγγα με βάθος οκτώ στίχων και τοποθέτησαν το ιππικό τους στις δύο πτέρυγες.
      Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    3. εξοφλώ, πληρώνω
    4. είμαι διορισμένος σε κάποια υπηρεσία
      ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Τρῳάδες, στίχ. 264
      τύμβῳ τέτακται προσπολεῖν Ἀχιλλέως.
      Θα υπηρετεί στον τάφο του Αχιλλέα.
      Μετάφραση, αναθεωρημένη έκδοση (1972) Οι Τρωαδίτισσες: Θρασύβουλος Σταύρου, 1η έκδοση (1952) @greek‑language.gr
    5. προσχωρώ σε συμμαχία
    6. (γενικά) συμφωνώ
    7. συμπαρατάσσομαι με κάποιον
    8. τάσσομαι εναντίον κάποιου
    9. ενεργώ από κοινού με κάποιον
    10. (στη μετοχή παρακειμένου) ορισμένος, διατεταγμένος, συντεταγμένος
      → δείτε παράθεμα στη μετοχή παρακειμένου τεταγμένος

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]