ταμιεύω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταμιεύω < αρχαία ελληνική ταμιεύω < ταμίας < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *tm̥-n-h₂- < *temh₂- ‎(κόβω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /ta.miˈe.vo/

Ρήμα[επεξεργασία]

ταμιεύω

  1. άλλη μορφή του αποταμιεύω
  2. (κατ’ επέκταση) δημιουργώ αποθέματα
  3. Εκτελώ χρέη ταμία, είμαι ταμίας, διαχειρίζομαι το ταμείο.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]