ταμπόν

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σφραγίδα για ημερομηνίες επάνω σε ταμπόν (2)
ταμπόν < λόγ. (λόγιο δάνειο) γαλλική tampon[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταμπόν (3)

ταμπόν ουδέτερο άκλιτο

  1. βύσμα, τάπα
  2. κουτί με μαλακό περιεχόμενο στο οποίο βάζουμε μελάνι για τις σφραγίδες
  3. είδος κυλινδρικής σερβιέτας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]