ταπεινόφρων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταπεινόφρων
ταπεινόφρονας
η ταπεινόφρων το ταπεινόφρον
      γενική του ταπεινόφρονος
ταπεινόφρονα
της ταπεινόφρονος του ταπεινόφρονος
    αιτιατική τον ταπεινόφρονα την ταπεινόφρονα το ταπεινόφρον
     κλητική ταπεινόφρων
ταπεινόφρονα
ταπεινόφρων ταπεινόφρον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταπεινόφρονες οι ταπεινόφρονες τα ταπεινόφρονα
      γενική των ταπεινοφρόνων των ταπεινοφρόνων των ταπεινοφρόνων
    αιτιατική τους ταπεινόφρονες τις ταπεινόφρονες τα ταπεινόφρονα
     κλητική ταπεινόφρονες ταπεινόφρονες ταπεινόφρονα
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
ομάδα '-ων-ονας', Κατηγορία όπως «μετριόφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταπεινόφρων < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταπεινόφρων < αρχαία ελληνική ταπειν(ός) + -ό- + -φρων (φρήν)

Επίθετο[επεξεργασία]

ταπεινόφρων/-ονας, -ων, -ον

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]