ταπώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταπώνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

ταπώνω

  1. κλείνω ένα δοχείο με τάπα
  2. (μεταφορικά) αποστομώνω κάποιον με ένα δυνατό επιχείρημα
  3. (αθλητισμός) κάνω τάπα σε αντίπαλο στο μπάσκετ

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]