ταράτσα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ταράτσα οι ταράτσες
      γενική της ταράτσας των ταρατσών
    αιτιατική την ταράτσα τις ταράτσες
     κλητική ταράτσα ταράτσες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
απλωμένα ρούχα σε ταράτσα στη Σαρδηνία

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταράτσα < (άμεσο δάνειο) βενετική terazza [1] [2] (ιταλικά terrazza) < ... απώτατη αρχή → δείτε  λατινική terra πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ters- (στεγνός)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /taˈɾa.t͡sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τα‐ρά‐τσα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ταράτσα θηλυκό

  1. η επίπεδη στέγη ενός σπιτιού, συνήθως πολυκατοικίας
  2. βεράντα, στεγασμένος εξωτερικός χώρος σπιτιού

Εκφράσεις[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. ταράτσα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. ταράτσαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)