ταυτολογώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταυτολογώ < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα[επεξεργασία]
ταυτολογώ
- λέω τα ίδια πράγματα, επαναλαμβάνω κάτι που έχω ήδη πει
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταυτολογώ
|