ταχινός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Ταχινός

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταχινός η ταχινή το ταχινό
      γενική του ταχινού της ταχινής του ταχινού
    αιτιατική τον ταχινό την ταχινή το ταχινό
     κλητική ταχινέ ταχινή ταχινό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταχινοί οι ταχινές τα ταχινά
      γενική των ταχινών των ταχινών των ταχινών
    αιτιατική τους ταχινούς τις ταχινές τα ταχινά
     κλητική ταχινοί ταχινές ταχινά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταχινός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ταχινός (ταχύς) < αρχαία ελληνική ταχύς. Η σημασία, μεσαιωνική.

Επίθετο[επεξεργασία]

ταχινός, -ή, -ό

  1. (σπάνιο) πρωινός, αυγινός
  2. → δείτε και τη λέξη Ταχινός: ο Αυγερινός

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δε σχετίζεται το ταχίνι.

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταχινός < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ταχινός (ταχύς) < αρχαία ελληνική ταχύς

Επίθετο[επεξεργασία]

ταχινός

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ταχινός ταχινή τὸ ταχινόν
      γενική τοῦ ταχινοῦ τῆς ταχινῆς τοῦ ταχινοῦ
      δοτική τῷ ταχιν τῇ ταχιν τῷ ταχιν
    αιτιατική τὸν ταχινόν τὴν ταχινήν τὸ ταχινόν
     κλητική ! ταχινέ ταχινή ταχινόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ταχινοί αἱ ταχιναί τὰ ταχινᾰ́
      γενική τῶν ταχινῶν τῶν ταχινῶν τῶν ταχινῶν
      δοτική τοῖς ταχινοῖς ταῖς ταχιναῖς τοῖς ταχινοῖς
    αιτιατική τοὺς ταχινούς τὰς ταχινᾱ́ς τὰ ταχινᾰ́
     κλητική ! ταχινοί ταχιναί ταχινᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ταχινώ τὼ ταχινᾱ́ τὼ ταχινώ
      γεν-δοτ τοῖν ταχινοῖν τοῖν ταχιναῖν τοῖν ταχινοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ταχινός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ταχ(ύς) + -ινός

Επίθετο[επεξεργασία]

ταχινός, -ή, -όν, υπερθετικός:  ταχινώτατος

  • (ελληνιστική κοινή) ποιητικός τύπος του ταχύς: γρήγορος
    ※  3oς πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.1044, @scaife.perseus
    ἧκε δʼ ἐπʼ οἰωνὸν ταχινὸν βέλος
    ※  1ος/2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Πέτρου ἐπιστολὴ καθολικὴ δευτέρα, 2.1 @scaife.perseus
    Ἐγένοντο δὲ καὶ ψευδοπροφῆται ἐν τῷ λαῷ, ὡς καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας, καὶ τὸν ἀγοράσαντα αὐτοὺς δεσπότην ἀρνούμενοι, ἐπάγοντες ἑαυτοῖς ταχινὴν ἀπώλειαν·
    Παρουσιάσθηκαν δὲ καὶ φευδοπροφῆτες στὸ λαό, ὅπως καὶ σὲ σᾶς θὰ παρουσιασθοῦν φευδοδιδάσχαλοι. Αὐτοὶ μὲ τρόπο δόλιο θὰ εἰσαγάγουν αἱρέσεις ποὺ ὁδηγοῦν στὴν ἀπώλεια, θὰ ἀρνοῦνται καὶ αὐτὸν τὸν Δεσπότη (τὸν Κύριο) ποὺ τοὺς ἀγόρασε, καὶ ἔτσι θὰ ἐπιφέρουν κατὰ τοῦ ἑαυτοῦ τους γρήγορη ἀπώλεια.
    Μετάφραση: Νικόλαος Σωτηρόπουλος, @archive.org

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη ταχύς

Πηγές[επεξεργασία]