ταχογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταχογράφος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική tachograph < αρχαία ελληνική τάχος < ταχύς + γράφω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ταχογράφος αρσενικό
- όργανο που καταγράφει την ταχύτητα, την απόσταση και το χρόνο που κινήθηκε ένα όχημα (ιδίως ένα φορτηγό ή πούλμαν)
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταχογράφος
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)