ταχυδρομική κάρτα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ταχυδρομική κάρτα < → δείτε τη λέξη ταχυδρομικός και κάρτα
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
ταχυδρομική κάρτα θηλυκό
- κάρτα από χοντρό χαρτί με εκτυπωμένη κάποια παράσταση στη μία πλευρά και χώρο για να γραφτεί ένα σύντομο σημείωμα και η διεύθυνση του παραλήπτη· αποστέλλεται ταχυδρομικώς χωρίς να απαιτείται φάκελος
Ταυτόσημο[επεξεργασία]
- ταχυδρομικό δελτάριο (παρωχημένο, λόγιο)
- καρτ ποστάλ
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ταχυδρομική κάρτα
→ δείτε τη λέξη καρτ ποστάλ |