τειχίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τειχίζω < αρχαία ελληνική τειχίζω < τεῖχος + -ίζω

Ρήμα[επεξεργασία]

τειχίζω

  • προστατεύω μία πόλη ή άλλο μέρος χτίζοντας τείχος

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]