τεκμαρτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τεκμαρτός < (ελληνιστική κοινή) τεκμαρτός < αρχαία ελληνική τεκμαίρομαι < τέκμαρ
Επίθετο[επεξεργασία]
τεκμαρτός, -ή, -ό
- που εξάγεται από τεκμήρια
- ο υποθετικός, που βασίζεται σε υποθέσεις εργασίας και εμπειρική έρευνα, καθώς η πραγματικότητα είναι δύσκολο να αποτυπωθεί.
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις τεκμαίρομαι και τεκμήριο
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- τεκμαρτό εισόδημα: (οικονομία) το εισόδημα που φορολογείται επί τη βάσει κάποιων τεκμηρίων διαβίωσης, όπως η κατοχή αυτοκινήτων ή ακινήτων, άλλων περιουσιακών στοιχείων και, επίσης, εξόδων που το κράτος θεωρεί (θεωρητικώς αποδεικνύει με την κλίμακα των τεκμηρίων) πως είναι μεγαλύτερο από αυτό που δήλωσε ο ίδιος ο φορολογούμενος