τεκτονισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τεκτονισμός οι τεκτονισμοί
      γενική του τεκτονισμού των τεκτονισμών
    αιτιατική τον τεκτονισμό τους τεκτονισμούς
     κλητική τεκτονισμέ τεκτονισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τεκτονισμός < (μεταφραστικό δάνειο) αγγλική masonry

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /te.kto.ni.zmos/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Τεκτονικό σύμβολο.

τεκτονισμός αρσενικό

  • παγκόσμια μυστική αδελφότητα της οποίας τα μέλη ανήκουν σε κατά τόπους τεκτονικές Στοές, έχουν κοινές ηθικές και μεταφυσικές απόψεις και αλληλοϋποστηρίζονται

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]