τελειότητα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τελειότητα οι τελειότητες
      γενική της τελειότητας των τελειοτήτων
    αιτιατική την τελειότητα τις τελειότητες
     κλητική τελειότητα τελειότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τελειότητα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τελειότης από την αιτιατική ενικού «τὴν τελειότητα». Συγχρονικά αναλύεται σε τέλει(ος) + -ότητα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /te.liˈo.ti.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τε‐λει‐ό‐τη‐τα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τελειότητα θηλυκό

  • η ιδιότητα του τέλειου, αυτού που είναι ολοκληρωμένος και χωρίς ψεγάδια
    Η νέα δουλειά του γνωστού γλύπτη αγγίζει την τελειότητα.

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]

τελειότητα θηλυκό