τελεστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | τελεστής | οι | τελεστές |
γενική | του | τελεστή | των | τελεστών |
αιτιατική | τον | τελεστή | τους | τελεστές |
κλητική | τελεστή | τελεστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- τελεστής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή τελεστής < τελέω / τελῶ μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική operator
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
τελεστής αρσενικό
- (λογική) κάποιο σύμβολο που δείχνει ότι (πρέπει να) σχηματίζονται καινούργιες προτάσεις, σχετικές αλλά και διαφορετικές απ' αυτές που έχουν δοθεί
- (μαθηματικά) συνάρτηση που επιδρά σε κάποια άλλη συνάρτηση, και την μετασχηματίζει κατά ένα καθορισμένο τρόπο
- (μαθηματικά) το σύμβολο της πράξης
- (πληροφορική) διαδικασία που εξάγει αποτέλεσμα από έναν ή περισσότερους τελεστέους, όπως οι κοινές αριθμητικές (+, -, κλπ) και λογικές (AND, OR, κλπ) πράξεις. Στη λειτουργικότητα μοιάζει με τις συναρτήσεις αλλά διαφέρει στη σημασιολογία και στη σύνταξη.
Συγγενικά[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- τελεστής στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ποιητής' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λογική (νέα ελληνικά)
- Μαθηματικά (νέα ελληνικά)
- Πληροφορική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)